- ερημίτισσα
- ερημίτισσα ηмонахиня отшельница, пустынница, затворница
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
σπουργίτης — Κοινό όνομα μεικών παμφάγων στρουθιόμορφων, που ανήκουν όλα σχεδόν στην οικογένεια των Πλοκεϊδών. Τα πουλιά αυτά έχουν μικρές διαστάσεις, πόδια λεπτά αλλά δυνατά, ράμφος κοντό, κωνικού σχεδόν σχήματος, και χαρακτηρίζονται γενικά από το ζωηρό… … Dictionary of Greek
ερημίτης — ο, θηλ. ερημίτις και ερημίτισσα (AM ἐρημίτης, θηλ. ἐρημῑτις, ιδος, Μ και ἐρημήτρια) [έρημος] αυτός που ζει στην έρημο, απομονωμένος νεοελλ. (ορυκτ.) ορυκτό, φωσφορικό άλας δημητρίου, λανθανίου και θορίου παρουσιάζεται σε γενικά μικρούς και… … Dictionary of Greek